- τηλαυγής
- Φιλόσοφος από τη Σάμο, γιος του Πυθαγόρα, δάσκαλος του Εμπεδοκλή. Ο Διογένης ο Λαέρτιος γράφει ότι ο Τ. δεν έγραψε κανένα έργο. Άλλες πηγές τον θέλουν συγγραφέα των έργων Τετρακτύς και Περί θεών ή Ιερός λόγος.
* * *-ές, ΝΜΑαυτός που φέγγει σε μεγάλη απόσταση, αυτός που ακτινοβολεί, μακριά, που εκπέμπει το φως του από μακριά (α. «τηλαυγής φάρος» β. «ἀστέρος οὐρανίου τηλαυγέστερον φάος», Πίνδ.γ. «πρόσωπον τηλαυγές» — ο Ήλιος, Ύμν. Ομ.)μσν.-αρχ.μτφ. καθαρός, σαφής, καταφανής (α. «σαφεῑς καὶ τηλαυγεῑς αἰτίαι», Iουλ.β. «καθαρὸς δὲ καὶ τηλαυγὴς ὁ νοῡς οὕτως ἄν ἦν», Διον. Αλ.)αρχ.1. αυτός που φαίνεται από μακριά, περίβλεπτος («ἀπὸ τηλαυγέος φαινόμενος σκοπιῆς», Θέογν.)2. αυτός που βλέπει κάτι από μακριά, που αισθάνεται κάτι από μακριά (α. «αἴσθησις τηλαυγεστέρα», Ιπποκρ.β. «ψυχή τηλαυγεστέρα», Ιπποκρ.)3. φρ. «τηλαυγής λευκή» — στιλπνό στίγμα στο δέρμα ως σύμπτωμα τής λέπρας (ΚΔ).επίρρ...τηλαυγῶς ΜΑκαθαρά, με διαύγεια (α. «ἐὰν εἴπωμεν βασιλεύς, οὐ τηλαυγῶς τὸν ὁριζόμενον ἐδείξαμεν», Επιφάν.β. «ἀφορῶνται δ' ἐντεῡθεν τηλαυγῶς αἱ πυραμίδες», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)-* + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. λυκ-αυγής).
Dictionary of Greek. 2013.